Ιστορία της Αρκαδίας
Η Αρκαδία ανήκει στις περιοχές εκείνες της Πελοποννήσου που κατοικήθηκαν πολύ νωρίς. Ο Ηρόδοτος μάλιστα θεωρεί τους Αρκάδες τους αρχαιότερους κατοίκους της Πελοποννήσου. Πρώτος βασιλιάς τους ήταν ο Πελασγός και κατοικούσαν σε μικρούς συνοικισμούς, χωρισμένοι σε φυλές, όπως έδειξαν οι ανασκαφές σε διάφορα σημεία του νομού. Οι Αρκάδες πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο με 60 πλοία. O Αρκάδας Δάρδανος κυρίεψε τη Σαμοθράκη και έχτισε κοντά στην Τροία τη Δαρδανία. Αρκάδες εγκαταστάθηκαν και στην Κρήτη (Κυδωνία, Γόρτυνα), στην Κύπρο (Πάφος) στη Ζάκυνθο, στη Λευκάδα, στη Σικελία, στην Απουλία και στο Λάτιο. Ο Αρκάδας Εύανδρος με αποίκους κατέλαβε τον Παλατίνο λόφο της Ρώμης.
Σε νεώτερους χρόνους οι αρκαδικές πόλεις ίδρυσαν την ομοσπονδία («Κοινό») των Αρκάδων. Στα μέσα του ΣΤ’ π.Χ. αιώνα η Αρκαδία απέκρουσε τις απόπειρες των Σπαρτιατών να την υποτάξουν. Την εποχή εκείνη γνώρισε μεγάλη ακμή η Μαντίνεια. Στους Περσικούς πολέμους οι Αρκάδες πολέμησαν στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές. Το 371 π.Χ., με τη βοήθεια των Θηβαίων, έφτασαν ως τα σύνορα της Σπάρτης. Τότε χτίστηκε και η Μεγαλόπολη και το «Κοινό» των Αρκάδων απέκτησε ενιαία κυβέρνηση και στρατό. Στην εποχή των διαδόχων του Αλεξάνδρου η Αρκαδία υπήρξε θέατρο μαχών, ως ότου (το 311) παραδόθηκε στον Κάσσανδρο. Το 303 την κατέλαβε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Συχνοί πόλεμοι (αργότερα) με τη Σπάρτη εξασθένισαν την Αρκαδία.
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση η Αρκαδία έπαψε να αναφέρεται στα ιστορικά γεγονότα. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες λεηλατήθηκε από τους Γότθους και στον Ζ’ αιώνα μ.Χ. από τους Σλάβους. Το 1320 ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος Ασάν, ανιψιός του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου, απέσπασε την Αρκαδία από τους Φράγκους που την είχαν κυριέψει. Τέλος, το 1458 την κατέλαβαν οι Τούρκοι.
Το 1821 η Αρκαδία έγινε το επίκεντρο πολλών πολεμικών επιχειρήσεων. Ο Θ. Κολοκοτρώνης κατέλαβε την Τρίπολη (Σεπτ. 1821) η οποία έμεινε ελεύθερη ως το 1825, οπότε την κατέλαβε ο Ιμπραήμ. Το Νοέμβρη του 1827 η Τρίπολη ελευθερώθηκε οριστικά και έγινε πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας.
Αξιόλογη είναι η αρχαία πόλη Ηραία στην πλαγιά του λόφου κοντά στο χωριό Άγιος Ιωάννης. Η Ηραία ήταν στην αρχαιότητα η μεγαλύτερη πόλη της Αρκαδίας και συνόρευε με την Ηλεία. Υπήρχε μάλιστα και ειδική συνθήκη συμμαχίας (540 π.Χ.) για 100 χρόνια (χαραγμένη σε χάλκινη πλάκα που σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο) ανάμεσα στους Ηλείους και τους Ηραίους, με την οποία κατοχυρωνόταν η αμοιβαία συνεργασία την εποχή της ειρήνης και η συμμαχία σε περίπτωση πολέμου. Σύμμαχος αργότερα της Σπάρτης, γνώρισε την οργή των Αρκάδων (369 π.Χ.), ενώ το 219 π.Χ. καταλήφθηκε από το Φίλιππο Ε', που παρέδωσε την πόλη στους Αχαιούς. Στην Ηραία υπήρχαν την εποχή της ακμής της λουτρό, ναοί (Ήρας, Πάνα κ.ά.). Ιδιαίτερα λατρευόταν ο Διόνυσος (μυστήρια).
Αξιόλογο είναι επίσης το χωριό Λυκόσουρα, το οποίο οφείλει την ονομασία του στην αρχαία πρωτεύουσα των Αρκάδων. Κατά τον αρχαίο συγγραφέα –περιηγητή Παυσανίας, ήταν η πρώτη πόλη που έχτισαν οι άνθρωποι.
Σε νεώτερους χρόνους οι αρκαδικές πόλεις ίδρυσαν την ομοσπονδία («Κοινό») των Αρκάδων. Στα μέσα του ΣΤ’ π.Χ. αιώνα η Αρκαδία απέκρουσε τις απόπειρες των Σπαρτιατών να την υποτάξουν. Την εποχή εκείνη γνώρισε μεγάλη ακμή η Μαντίνεια. Στους Περσικούς πολέμους οι Αρκάδες πολέμησαν στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές. Το 371 π.Χ., με τη βοήθεια των Θηβαίων, έφτασαν ως τα σύνορα της Σπάρτης. Τότε χτίστηκε και η Μεγαλόπολη και το «Κοινό» των Αρκάδων απέκτησε ενιαία κυβέρνηση και στρατό. Στην εποχή των διαδόχων του Αλεξάνδρου η Αρκαδία υπήρξε θέατρο μαχών, ως ότου (το 311) παραδόθηκε στον Κάσσανδρο. Το 303 την κατέλαβε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Συχνοί πόλεμοι (αργότερα) με τη Σπάρτη εξασθένισαν την Αρκαδία.
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση η Αρκαδία έπαψε να αναφέρεται στα ιστορικά γεγονότα. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες λεηλατήθηκε από τους Γότθους και στον Ζ’ αιώνα μ.Χ. από τους Σλάβους. Το 1320 ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος Ασάν, ανιψιός του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου, απέσπασε την Αρκαδία από τους Φράγκους που την είχαν κυριέψει. Τέλος, το 1458 την κατέλαβαν οι Τούρκοι.
Το 1821 η Αρκαδία έγινε το επίκεντρο πολλών πολεμικών επιχειρήσεων. Ο Θ. Κολοκοτρώνης κατέλαβε την Τρίπολη (Σεπτ. 1821) η οποία έμεινε ελεύθερη ως το 1825, οπότε την κατέλαβε ο Ιμπραήμ. Το Νοέμβρη του 1827 η Τρίπολη ελευθερώθηκε οριστικά και έγινε πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας.
Αξιόλογη είναι η αρχαία πόλη Ηραία στην πλαγιά του λόφου κοντά στο χωριό Άγιος Ιωάννης. Η Ηραία ήταν στην αρχαιότητα η μεγαλύτερη πόλη της Αρκαδίας και συνόρευε με την Ηλεία. Υπήρχε μάλιστα και ειδική συνθήκη συμμαχίας (540 π.Χ.) για 100 χρόνια (χαραγμένη σε χάλκινη πλάκα που σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο) ανάμεσα στους Ηλείους και τους Ηραίους, με την οποία κατοχυρωνόταν η αμοιβαία συνεργασία την εποχή της ειρήνης και η συμμαχία σε περίπτωση πολέμου. Σύμμαχος αργότερα της Σπάρτης, γνώρισε την οργή των Αρκάδων (369 π.Χ.), ενώ το 219 π.Χ. καταλήφθηκε από το Φίλιππο Ε', που παρέδωσε την πόλη στους Αχαιούς. Στην Ηραία υπήρχαν την εποχή της ακμής της λουτρό, ναοί (Ήρας, Πάνα κ.ά.). Ιδιαίτερα λατρευόταν ο Διόνυσος (μυστήρια).
Αξιόλογο είναι επίσης το χωριό Λυκόσουρα, το οποίο οφείλει την ονομασία του στην αρχαία πρωτεύουσα των Αρκάδων. Κατά τον αρχαίο συγγραφέα –περιηγητή Παυσανίας, ήταν η πρώτη πόλη που έχτισαν οι άνθρωποι.
Ορχομενός
Το χωριό Ορχομενός κατέχει τη θέση της ρωμαϊκής πόλης από την οποία ελάχιστα ίχνη διατηρήθηκαν. Μονοπάτι οδηγεί από το χωριό στην Επάνω Πόλη του Ορχομενού, όπου και διατηρούνται τμήματα του οχυρωτικού περιβόλου της αρχαιότερης πόλης (4ος αι.), θεμέλια οικοδομημάτων της αγοράς (βουλευτήριο, στοά, ναός Άρτεμης κ.ά.) και μέρος από το κοίλο του θεάτρου, που ήρθαν το φως από τις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Η οχυρή θέση του Ορχομενού φαίνεται πως πρωτοκατοικήθηκε στα Γεωμετρικά Χρόνια. Την Αρχαϊκή Εποχή βρισκόταν σε ακμή. Στα ομηρικά έπη ο Ορχομενός αναφέρεται σαν περιοχή πλούσια σε κοπάδια προβάτων (πολύμηλος). Η παρακμή της πόλης άρχισε μετά τους Περσικούς Πολέμους και συνεχίστηκε μέχρι τα Ρωμαϊκά Χρόνια, οπότε εγκαταλείφθηκε η Επάνω Πόλη και οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν χαμηλότερα, στο σημερινό χωριό Καλπάκι, το οποίο έχει μετονομαστεί σε Ορχομενό.
Μαντίνεια
Δώδεκα (12) χλμ Β από την Τρίπολη αποκαλύφθηκαν ερείπια της πόλης που αναφέρεται από τον Πολύβιο ως «αρχαιοτάτη και μεγίστη πόλις των κατά την Αρκαδίαν» και από τον Όμηρο, στη Ραψωδία Β' της Ιλιάδας ως «ερατεινή Μαντινέη». Η Μαντίνεια συνοικίστηκε στους Ιστορικούς Χρόνους. Στα 385 π.Χ. καταστράφηκε από τους Σπαρτιάτες για να ξαναχτιστεί αργότερα, μετά τη μάχη στα Λεύκτρα. Από την πρώτη αυτή μεγάλη αρκαδική πόλη που συνάντησε o Παυσανίας στις περιηγήσεις του, υπάρχουν σήμερα ερείπια από τον οχυρωτικό περίβολο ελλειπτικού σχήματος, μήκους 3.942 μέτρων, που προστάτευε την πόλη και χτίστηκε το 370 π.Χ. Ο περίβολος αποτελούνταν από 10 πύλες και 122 πύργους και γύρω του υπήρχε προστατευτική τάφρος. Εκτός από τα λείψανα των τειχών σήμερα σώζονται θεμέλια δημόσιων οικοδομημάτων που υπήρχαν στην αρχαία αγορά και χρονολογικά ανήκουν στα Ρωμαϊκά Χρόνια. Διακρίνονται ακόμη κατάλοιπα από το θέατρο, το βουλευτήριο και ναούς που αποκαλύφθηκαν μετά από ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής.
Κοντά στη Μαντίνεια υπήρχε η παλιότερη πόλη που λεγόταν «Πτόλις» και είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Κατά την παράδοση, η κόρη του Κηφέα Αντινόη είχε ενώσει τους κατοίκους της Πτόλεως και άλλων οικισμών και ίδρυσε τη Μαντίνεια. Η Μαντίνεια πολέμησε εναντίον των Περσών και υπήρξε σύμμαχος των Αθηναίων. Το 418 π.Χ. αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τη Σπάρτη με την οποία συμμάχησε για 33 έτη. Επειδή όμως αρνήθηκε να γκρεμίσει τα τείχη της, οι Σπαρτιάτες την κατέστρεψαν. Την ανοικοδόμησε ο Επαμεινώνδας το 371 π.Χ.
Η νέα πόλη πρωτοστάτησε στην ίδρυση της αντισπαρτιατικής Αρκαδικής συμπολιτείας. Τελικά έγινε το επίκεντρο που έκρινε την τύχη του αγώνα μεταξύ Θηβαίων και Σπαρτιατών με αφορμή τη διένεξη της πόλης με την Τεγέα. Η Αθήνα και η Σπάρτη υποστήριζαν τη Μαντίνεια και το Αργος, η Θήβα και η Μεσσηνία την Τεγέα. Ο Επαμεινώνδας έκαμε επίθεση εναντίον της Μαντίνειας και των συμμάχων της με αποτέλεσμα να τους νικήσει, αλλά να σκοτωθεί (362 π.Χ.). Το 223 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος ο Δώσωνας κατέστρεψε την πόλη και πούλησε τους κατοίκους της ως δούλους. Από τότε η Μαντίνεια αναφέρεται δις Αντιγόνεια ως το 195 π.Χ. που ο Αδριανός της ξαναέδωσε την παλιά της ονομασία.
Η νέα πόλη πρωτοστάτησε στην ίδρυση της αντισπαρτιατικής Αρκαδικής συμπολιτείας. Τελικά έγινε το επίκεντρο που έκρινε την τύχη του αγώνα μεταξύ Θηβαίων και Σπαρτιατών με αφορμή τη διένεξη της πόλης με την Τεγέα. Η Αθήνα και η Σπάρτη υποστήριζαν τη Μαντίνεια και το Αργος, η Θήβα και η Μεσσηνία την Τεγέα. Ο Επαμεινώνδας έκαμε επίθεση εναντίον της Μαντίνειας και των συμμάχων της με αποτέλεσμα να τους νικήσει, αλλά να σκοτωθεί (362 π.Χ.). Το 223 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος ο Δώσωνας κατέστρεψε την πόλη και πούλησε τους κατοίκους της ως δούλους. Από τότε η Μαντίνεια αναφέρεται δις Αντιγόνεια ως το 195 π.Χ. που ο Αδριανός της ξαναέδωσε την παλιά της ονομασία.
Μνημείο Επαμεινώνδα
|
Τεγέα
Νοτιοανατολικά της Τρίπολης (10 χλμ) βρίσκεται η περιοχή της αρχαίας Τεγέας. Ιδρύθηκε από τον Αφέιδα με τη συνένωση εννέα δήμων. Στους προϊστορικούς χρόνους πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο και αργότερα τη βρίσκουμε μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας.
Στον 5ο π.Χ. αι. ο πληθυσμός της Τεγέας έφθανε τις 40.000 κατ. και ήταν χωρισμένος σε τέσσερις φυλές: Κλαρεώτις, Ιπποθοίτις, Απολλωνιάτις, Αθαναιάτις. Υπήρχε βουλή με 300 βουλευτές, προστάτες στρατηγοί, ίππαρχος, γραμματεύς, αγορανόμοι κλπ. Νομίσματα έκοψε η πόλη το 420 π.Χ. Στην Τεγέα γίνονταν αγώνες και γιορτές: τα Αλεαία, τα Αλώτια και τα Δημόσια Δείπνα.
Η Τεγέα, η σημαντικότερη πόλη της Αρκαδίας στην αρχαιότητα (πριν από την ίδρυση της Μεγαλόπολης), είχε ταραγμένη ιστορία και γνώρισε πολλές καταστροφές, με αποτέλεσμα σήμερα να σώζονται ελάχιστα μόνον ίχνη των αλλοτινών επιβλητικών τειχών της. Το σπουδαιότερο αξιοθέατο της περιοχής αποτελεί ο ναός της Αλέας Αθηνάς, που ξεχωρίζει από τους άλλους ναούς της Πελοποννήσου τόσο για την κατασκευή όσο και για το μέγεθός του. Η παράδοση αναφέρει πως τον είχε χτίσει ο Αλέας, εγγονός του Αρκάδα. Το 395 π.Χ. ο ναός αυτός καταστράφηκε από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε το 390 π.Χ., οπότε τον διακόσμησε ο διάσημος γλύπτης Σκόπας με διάφορες γλυπτές παραστάσεις.
Στον 5ο π.Χ. αι. ο πληθυσμός της Τεγέας έφθανε τις 40.000 κατ. και ήταν χωρισμένος σε τέσσερις φυλές: Κλαρεώτις, Ιπποθοίτις, Απολλωνιάτις, Αθαναιάτις. Υπήρχε βουλή με 300 βουλευτές, προστάτες στρατηγοί, ίππαρχος, γραμματεύς, αγορανόμοι κλπ. Νομίσματα έκοψε η πόλη το 420 π.Χ. Στην Τεγέα γίνονταν αγώνες και γιορτές: τα Αλεαία, τα Αλώτια και τα Δημόσια Δείπνα.
Η Τεγέα, η σημαντικότερη πόλη της Αρκαδίας στην αρχαιότητα (πριν από την ίδρυση της Μεγαλόπολης), είχε ταραγμένη ιστορία και γνώρισε πολλές καταστροφές, με αποτέλεσμα σήμερα να σώζονται ελάχιστα μόνον ίχνη των αλλοτινών επιβλητικών τειχών της. Το σπουδαιότερο αξιοθέατο της περιοχής αποτελεί ο ναός της Αλέας Αθηνάς, που ξεχωρίζει από τους άλλους ναούς της Πελοποννήσου τόσο για την κατασκευή όσο και για το μέγεθός του. Η παράδοση αναφέρει πως τον είχε χτίσει ο Αλέας, εγγονός του Αρκάδα. Το 395 π.Χ. ο ναός αυτός καταστράφηκε από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε το 390 π.Χ., οπότε τον διακόσμησε ο διάσημος γλύπτης Σκόπας με διάφορες γλυπτές παραστάσεις.
Ο ναός της Αλέας Αθηνάς
|
Στη θέση της αρχαίας Τεγέας βρίσκεται σήμερα το χωριό Αλέα που υπάγεται στην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας.
Σήμερα δεν σώζεται παρά το κρηπίδωμα από το νεότερο δωρικό ναό και ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, έργο του Παριανού γλύπτη Σκόπα. O ναός κατασκευάστηκε το 370 π.Χ. περίπου, είχε πρόναο, σηκό, οπισθόδομο και θεωρούνταν ο ωραιότερος της Πελοποννήσου μετά το ναό του Δία της Ολυμπίας. Στο βάθος του σηκού ήταν στημένο το ελεφάντινο άγαλμα της Αλέας Αθηνάς και δεξιά και αριστερά της τα μαρμάρινα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας. Στα αετώματα του ναού παριστάνονταν μυθολογικά θέματα (κυνήγι καλυδωνίου κάπρου, διαμάχη Τήλεφου και Αχιλλέα) από τα οποία μερικά τμήματα εκτίθενται στο Μουσείο της Αλέας.
Η παράδοση αναφέρει πως τον είχε χτίσει ο Αλέας, εγγονός του Αρκάδα. Το 395 π.Χ. ο ναός αυτός καταστράφηκε από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε το 390 π.Χ., οπότε τον διακόσμησε ο διάσημος γλύπτης Σκόπας με διάφορες γλυπτές παραστάσεις.
Κοντά στην αγορά της Τεγέας υπήρχε και θέατρο, που ανήγειρε στα 175 π.Χ. περίπου ο Αντίοχος Γ' ο Επιφανής. Στο κοίλο του είναι σήμερα χτισμένη η εκκλησία της Επισκοπής, που οικοδομήθηκε στα 1888 για να αντικαταστήσει την ερειπωμένη βυζαντινή βασιλική (11ου ή 12ου αι.) και αποτελούσε τη μητρόπολη του Νικλίου, όπως ονομαζόταν τη Μεσαιωνική Εποχή η Τεγέα. Μπροστά στην εκκλησία διακρίνονται υπολείμματα μεσαιωνικών τειχών, καθώς επίσης και ένα μωσαϊκό δάπεδο (προστατευμένο σήμερα με στέγαστρο) από την παλιά εκκλησία, με συμβολικές παραστάσεις των τεσσάρων ποταμών του Παραδείσου, των δώδεκα μηνών και άλλα διακοσμητικά θέματα.
Η Τεγέα εξακολούθησε να υπάρχει ως τον 7ο μ.Χ. αι. Όταν οι σλαβικοί πληθυσμοί αρχίζουν να κατεβαίνουν προς την Πελοπόννησο χάνεται. Στη θέση της κτίζεται στους βυζαντινούς χρόνους ο οικισμός Νύκλι. Στην περίοδο της φραγκοκρατίας αποτελεί σημαντικά κέντρο, όπου συνέρχονται οι Φράγκοι τιμαριούχοι. Το 1209 ανήκει στον Γουλιέλμο ντε Μορλαί, υποτελή του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου. Το 1295 την καταστρέφουν οι Βυζαντινοί του Ανδρόνικου Παλαιολόγου. Κοντά στην παλαιά πόλη, πάνω σ’ ένα λόφο, κτίζεται το κάστρο Μουχλί, που έγινε ένα από τα σημαντικότερα της Πελοποννήσου.
Στη θέση της αρχαίας Τεγέας βρίσκεται σήμερα το χωριό Αλέα που υπάγεται στην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας.
Σήμερα δεν σώζεται παρά το κρηπίδωμα από το νεότερο δωρικό ναό και ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, έργο του Παριανού γλύπτη Σκόπα. O ναός κατασκευάστηκε το 370 π.Χ. περίπου, είχε πρόναο, σηκό, οπισθόδομο και θεωρούνταν ο ωραιότερος της Πελοποννήσου μετά το ναό του Δία της Ολυμπίας. Στο βάθος του σηκού ήταν στημένο το ελεφάντινο άγαλμα της Αλέας Αθηνάς και δεξιά και αριστερά της τα μαρμάρινα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας. Στα αετώματα του ναού παριστάνονταν μυθολογικά θέματα (κυνήγι καλυδωνίου κάπρου, διαμάχη Τήλεφου και Αχιλλέα) από τα οποία μερικά τμήματα εκτίθενται στο Μουσείο της Αλέας.
Η παράδοση αναφέρει πως τον είχε χτίσει ο Αλέας, εγγονός του Αρκάδα. Το 395 π.Χ. ο ναός αυτός καταστράφηκε από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε το 390 π.Χ., οπότε τον διακόσμησε ο διάσημος γλύπτης Σκόπας με διάφορες γλυπτές παραστάσεις.
Κοντά στην αγορά της Τεγέας υπήρχε και θέατρο, που ανήγειρε στα 175 π.Χ. περίπου ο Αντίοχος Γ' ο Επιφανής. Στο κοίλο του είναι σήμερα χτισμένη η εκκλησία της Επισκοπής, που οικοδομήθηκε στα 1888 για να αντικαταστήσει την ερειπωμένη βυζαντινή βασιλική (11ου ή 12ου αι.) και αποτελούσε τη μητρόπολη του Νικλίου, όπως ονομαζόταν τη Μεσαιωνική Εποχή η Τεγέα. Μπροστά στην εκκλησία διακρίνονται υπολείμματα μεσαιωνικών τειχών, καθώς επίσης και ένα μωσαϊκό δάπεδο (προστατευμένο σήμερα με στέγαστρο) από την παλιά εκκλησία, με συμβολικές παραστάσεις των τεσσάρων ποταμών του Παραδείσου, των δώδεκα μηνών και άλλα διακοσμητικά θέματα.
Η Τεγέα εξακολούθησε να υπάρχει ως τον 7ο μ.Χ. αι. Όταν οι σλαβικοί πληθυσμοί αρχίζουν να κατεβαίνουν προς την Πελοπόννησο χάνεται. Στη θέση της κτίζεται στους βυζαντινούς χρόνους ο οικισμός Νύκλι. Στην περίοδο της φραγκοκρατίας αποτελεί σημαντικά κέντρο, όπου συνέρχονται οι Φράγκοι τιμαριούχοι. Το 1209 ανήκει στον Γουλιέλμο ντε Μορλαί, υποτελή του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου. Το 1295 την καταστρέφουν οι Βυζαντινοί του Ανδρόνικου Παλαιολόγου. Κοντά στην παλαιά πόλη, πάνω σ’ ένα λόφο, κτίζεται το κάστρο Μουχλί, που έγινε ένα από τα σημαντικότερα της Πελοποννήσου.
Στη θέση της αρχαίας Τεγέας βρίσκεται σήμερα το χωριό Αλέα που υπάγεται στην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας.
_________________________________