Εργαστήριο Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου Σχολή Αγροτικής Παραγωγής, Υποδομών και Περιβάλλοντος Τμήμα Επιστήμης Φυτικής
Παραγωγής Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Όλοι οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει μια σχέση με το φυσικό περιβάλλον, η οποία απεικονίζεται στον πολιτισμό, στη γλώσσα και στην ταυτότητά του και η οποία είναι άρρηκτα δεμένη με το τοπίο. Υπάρχει αλληλεπίδραση στη σχέση και στη σημασία αυτής μεταξύ του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντός του. Η σχέση αυτή διαφέρει από τοπίο σε τοπίο. Επίσης επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες όπως την ιστορία του ανθρώπου, τις σχέσεις μεταξύ των γειτόνων και την κοινωνική δομή. Σύμφωνα με τον Γάλλο γεωγράφο Augustin Berque τέσσερα κριτήρια χαρακτηρίζουν το «πολιτισμό του τοπίου», κάποια λέξη αναφορικά στο τοπίο, περιγραφές του τοπίου στη λογοτεχνία και ποίηση, απεικονίσεις του τοπίου μέσα από τη ζωγραφική και η κηποτεχνία. Η απεικόνιση του τοπίου μέσω της ζωγραφικής επηρέασε σημαντικά την αντίληψη του ανθρώπου για το τοπίο η οποία εκφράστηκε με την ανάπτυξη σχολών κηποτεχνίας και ευρύτερα το σχεδιασμό του τοπίου (την αρχιτεκτονική τοπίου).
Σταδιακά η ανθρώπινη παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον αποτέλεσε αντικείμενο
επιστημονικής μελέτης στα τέλη του 19ου αι. – αρχές 20ου αι. Το 1925 ο Αμερικανός γεωγράφος Carl O. Sauer στο βιβλίο του με τίτλο The Morphology of Landscape ανάπτυξε την έννοια του πολιτισμικού τοπίου όπου προσέγγισε το τοπίο ως μια περιοχή με φυσικά στοιχεία τα οποία τροποποιήθηκαν και επηρεάστηκαν από πολιτιστικές τάσεις. Ειδικότερα το τοπίο παρέχει τα υλικά, ο πολιτισμός παρέχει τη δυναμική διαμόρφωσης και ο ανθρώπινος νους δημιουργεί τον πολιτισμό, ωστόσο το πολιτισμικό τοπίο αποτελεί την καταγραφή του ανθρώπου πάνω στο τοπίο και όχι την ενέργεια, τα ήθη και έθιμα του ανθρώπου. Η προσέγγιση αυτή διεύρυνε την έννοια του τοπίου και εισήγαγε για πρώτη φορά τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον στην περιγραφή του τοπίου. Συμπεριέλαβε άυλες αξίες και πολιτιστικές εκφράσεις όπως τη λογοτεχνία, ποίηση, φωτογραφία, έθιμα και παραδόσεις. Κατά συνέπεια οι βασικές αξίες του τοπίου μπορούν να εκτιμηθούν και να καταγραφούν μέσω αποδεδειγμένων συσχετισμένων σχέσεων.
Το 1972, ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και
τον Πολιτισμό (UNESCO) στη Γενική Συνέλευση του Παρισιού αναγνώρισε για πρώτη φορά
σε παγκόσμιο επίπεδο την ανάγκη προστασίας των πολιτιστικών τοπίων λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες εκφράσεις της πολιτιστικής αλληλεπίδρασης των ανθρώπων με το φυσικό τους περιβάλλον σε κάθε γεω-πολιτισμική περιοχή υιοθετώντας τη «Σύμβαση Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς». Ο σκοπός της Σύμβασης είναι να εξασφαλιστεί η αναγνώριση, προστασία, διατήρηση, παρουσίαση και μετάδοση στις μελλοντικές γενεές της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς "εξαιρετικής παγκόσμιας αξίας". Η σύμβαση αναφέρεται σε δύο είδη τοπίων του πολιτιστικού και φυσικού τα οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ενιαίο σύνολο.
Αναφορικά με το φυσικό τοπίο, στην Ελλάδα η βιοποικιλότητα της Ελληνικής χλωρίδας
είναι μεταξύ των πλουσιότερων της Ευρώπης και της Μεσογείου με υψηλό ενδημισμό.
Περιλαμβάνει 5752 είδη και 1893 υποείδη αγγειόφυτων εκ των οποίων τα 1278 είναι ενδημικά είδη (22.2% από το σύνολο όλων των ειδών) και 452 ενδημικά υποείδη. Επιπλέον λόγω της μακρόχρονης ιστορίας στη γεωργία, η Ελλάδα αποτελεί μία από τις πλουσιότερες χώρες στην Ευρώπη με «άγρια» συγγενή των καλλιεργούμενων ειδών. Υπό την απειλή της κλιματικής αλλαγής, λαμβάνοντας υπόψη την επίδρασή της (υπερθέρμανση του πλανήτη και διαθεσιμότητα νερού) και ότι οι σύγχρονες καλλιέργειες γενικά απαιτούν βέλτιστες συνθήκες για την ανάπτυξη των φυτών, η διατήρηση των γενετικού υλικού των καλλιεργούμενων ειδών είναι ζωτικής σημασίας για τις μελλοντικές γενεές. Η διατήρηση της βιοποικιλότητας αποτελεί προτεραιότητα για τον Διεθνή Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών. Η ποικιλότητα των αβιοτικών συνθηκών σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη ιστορία της παραδοσιακής γεωργίας στην Ελλάδα συνέβαλε στη δημιουργία ποικίλων γεωργικών οικοσυστημάτων και κατά συνέπεια μεγάλο ποσοστό καλλιεργούμενων εκτάσεων χαρακτηρισμένων ως «εκτάσεις γεωργικής γης υψηλής φυσικής αξίας» (όπως τη διαφύλαξη και προώθηση αειφόρου γεωργίας υψηλής φυσικής αξίας, η οποία θα είναι συμβατή με τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις). Κατά την αγροτική απογραφή του 2000 βρέθηκε ότι οι εκτάσεις γεωργικής γης υψηλής φυσικής αξίας (ΥΦΑ) αποτελούν το 67,6% περίπου της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης. Η μεγαλύτερη έκταση γεωργικής γης ΥΦΑ βρίσκεται στην Πελοπόννησο λόγω των ελαιώνων. Oι «εκτάσεις γεωργικής γης υψηλής φυσικής αξίας»
διακρίνονται σε τρεις τύπους:
Τύπος 1: γεωργικές εκτάσεις με υψηλό ποσοστό ημι-φυσικής βλάστησης.
Τύπος 2: γεωργικές εκτάσεις αποτελούμενες από μωσαϊκό καλλιεργειών με μειωμένο
βαθμό εντατικότητας και δομικών στοιχείων όπως όρια χωραφιών, φυτοφράκτες, ξερολιθιές, συστάδες δένδρων ή θάμνων, μικρά ποτάμια, κ.ά.
Τύπος 3: γεωργικές εκτάσεις οι οποίες στηρίζουν σπάνια είδη ή υψηλό ποσοστό
ευρωπαϊκών ή παγκόσμιων πληθυσμών.
Ωστόσο η εντατικοποίηση της γεωργίας κατά τις δεκαετίες του 1960 και ’70 οδήγησε
στην απαξίωση του καλλιεργούμενου γενετικού υλικού και στην αντικατάσταση παλιών
ποικιλιών με σύγχρονες που παράχθηκαν σε Ελληνικά εγχώρια Ινστιτούτα Βελτίωσης
(ΕΘΙΑΓΕ) ή εισάχθηκαν από το εξωτερικό με αποτέλεσμα τη γενετική διάβρωση των
φυτογενετικών πόρων της χώρας, κυρίως των τοπικών ποικιλιών καθώς και την εγκατάλειψη παραδοσιακών μεθόδων γεωργίας. Μεταξύ των κυριότερων απειλών της βιοποικιλότητας είναι η ρύπανση από γεωργικές δραστηριότητες. Η εντατικοποίηση της γεωργίας προκαλεί ομογενοποίηση του τοπίου και απώλεια βιοποικιλότητας σε αντίθεση με τις παραδοσιακές μεθόδους γεωργίας και τη βιολογική γεωργία οι οποίες μπορούν να ωφελήσουν την βιοποικιλότητα. Το 1992 στη Διάσκεψη Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών στο Ρίο της Βραζιλίας υιοθετήθηκε η Local Agenda 21 όπου αναγνωρίστηκε η απώλεια βιοποικιλότητας λόγω της επίδρασης οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης και προκάλεσε ομογενοποίηση.
Επομένως λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω δεν θα πρέπει οι παραδοσιακοί οικισμοί να αντιμετωπίζονται ως ένα σύνολο κτισμάτων ή αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας αλλά ως μέρος του οικείου τοπίου όπου οι πρωτογενείς πόροι αυτού αποτέλεσαν την αφορμή για την επιλογή της τοποθεσίας και στη συνέχεια της δημιουργίας τους. Ομοίως το αγροτικό τοπίο, ιδιαίτερα σε εκτάσεις γεωργικής γης υψηλής φυσικής αξίας θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως το σύνολο των τοπικών ποικιλιών ή των αυτόχθονων φυλών αγροτικών ζώων με τα δομικά στοιχείων του αγροτικού τοπίου όπως ξερολιθιές, φυτοφράχτες, ενσωματωμένο στο φυσικό τοπίο μέσω του φυσικού ανάγλυφου, των ακαλλιέργητων λωρίδων στα όρια αγρών και νησίδων φυσικής βλάστησης. Στα τοπία αυτά η επιβίωση του ανθρώπου βασιζόταν στο φυσικό περιβάλλον. Ο σύγχρονος άνθρωπος συχνά δεν αντιλαμβάνεται τη σχέση ανθρώπου–φύσης αυτών των «ευαίσθητων» τοπίων ή τη θεωρεί δεδομένη με αποτέλεσμα πολλοί παραδοσιακοί οικισμοί και αγροτικά τοπία να απειλούνται.
Τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχοντας επίγνωση ότι «το τοπίο συμβάλλει στη διαμόρφωση των τοπικών παραδόσεων και αποτελεί ένα βασικό συστατικό της Ευρωπαϊκής φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, συνεισφέροντας στην ανθρώπινη ευημερία και στον καθορισμό της Ευρωπαϊκής ταυτότητας» υιοθέτησαν το 2000 στη Φλωρεντία, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο γνωστή και ως «Σύμβαση της Φλωρεντίας».
Η σύμβαση αυτή αποτελεί τη πρώτη διεθνή συνθήκη που απευθύνεται στο τοπίο όπου «Τοπίο σημαίνει περιοχή, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τον λαό, της οποίας ο χαρακτήρας είναι αποτέλεσμα της δράσης και αλληλεπίδρασης των φυσικών ή/και ανθρώπινων παραγόντων» και αναφέρεται στην προστασία, διαχείριση και σχεδιασμό του τοπίου. H Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Τοπίου κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.3827/2010, δέκα χρόνια μετά την υπογραφή της. Η προστασία των πολιτισμικών τοπίων για τις επόμενες γενεές απαιτεί κατάλληλη διαχείριση η οποία βασίζεται σε 6 βασικές αρχές:
Αρχή 1η: Οι άνθρωποι που έχουν σχέση με το πολιτισμικό τοπίο αποτελούν τους κύριους
διαχειριστές.
Αρχή 2η: Η επιτυχής διαχείριση είναι χωρίς αποκλεισμούς, διαφανείς και η διακυβέρνηση
διαμορφώνεται μέσω διαλόγου και σε συμφωνία με τους ενδιαφερόμενους.
Αρχή 3η: Η αξία του πολιτισμικού τοπίου βασίζεται στην αλληλεπίδραση του ανθρώπου
με το περιβάλλον και η διαχείριση εστιάζεται στην σχέση αυτή.
Αρχή 4η: Η διαχείριση εστιάζεται στην καθοδήγηση αλλαγών ώστε να διατηρηθούν οι
αξίες του πολιτισμικού τοπίου.
Αρχή 5η: Η διαχείριση του πολιτισμικού τοπίου εμπεριέχεται στο ευρύτερο περιβάλλον
τοπίο.
Αρχή 6η: Η επιτυχής διαχείριση συμβάλλει στη ανάπτυξη βιώσιμης κοινωνίας.
Οι αρχές διαχείρισης συχνά δεν επαρκούν για να προστατευτούν τα πολιτισμικά τοπία και απαιτούν τη θέσπιση νόμων για να διασφαλιστεί η πολιτισμική τους αξία. Η περιορισμένη επαφή του σύγχρονου ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον έχει άγνωστες συνέπειες γι΄ αυτόν.
Η επαφή του ανθρώπου με τη φύση γενικότερα συμβάλλει στην καλή υγεία. Ο άνθρωπος μπορεί να καταστρέψει το περιβάλλον και το περιβάλλον να καταστρέψει τον άνθρωπο ή και αντίθετα. Η πολιτισμική κληρονομιά όπως οι παραδοσιακοί οικισμοί και οι γεωργικές εκτάσεις υψηλής φυσικής αξίας αποτελούν τοπία διαμορφωμένα σε αρμονία με το περιβάλλον.
Διασφαλίζοντας αυτά τα τοπία, εξασφαλίζεται η επαφή του ανθρώπου με το φυσικό
περιβάλλον και κατά συνέπεια η καλή υγεία του.
~~~~~~~~~~~~~
Βιβλιογραφία
Banilas, G., Korkas, E., Kaldis, P., and Hatzopoulos, P. (2009). Olive and Grapevine
Biodiversity in Greece and Cyprus – A Review. In: Climate Change, Intercropping, Pest
Control and Beneficial Microorganisms, E. Lichtfouse ed. (Dordrecht, Germany:
Springer), p.401-428. https://doi.org/10.1007/978-90-481-2716-0_14
Berque, Α. (1995). Les raisons du Paysage. Paris, Hazan.
Bretzel, B., Vannucchi, F., Romano, D., Malorgio, F., Benvenuti, S. and Pezzarossa, B. (2016).
Wildflowers: From conserving biodiversity to urban greening—A review. Urban Forestry
& Urban Greening, 20, 428-436. http://dx.doi.org/10.1016/j.ufug.2016.10.008
Council of Europe (2000). European Landscape Convention. European Treaty Series, 176, pp.7.
Council Regulation (EC) No 1257/1999 of 17 May 1999 on support for rural development from
the European Agricultural Guidance and Guarantee Fund (EAGGF) and amending and
repealing certain Regulations.
Keenleyside, C., Beaufoy, G., Tucker, G., and Jones, G. (2014). High Nature Value farming
throughout EU-27 and its financial support under the CAP. Report Prepared for DG
Environment, Contract No ENV B.1/ETU/2012/0035. Institute for European
Environmental Policy, London.
Ministry of Environment, Energy & Climate Change (2014). National biodiversity strategy and
action plan (Athens, Greece: Hellenic Republic, Ministry of Environment, Energy &
Climate Change), pp.128.
Mitchell, N., Rössler, M., and Tricaud P-M. (2009). World Heritage Cultural Landscape, A
handbook for conservation and management. UNESCO World Heritage Centre, France.
Ν. 3827/2010. Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου. Εφημερίδα της Κυβέρνησης
(ΦΕΚ Α’ 30/25.2.2010).
Sauer, C.Ο. (1925). The Morphology of Landscape. University of California Publications in
Geography, 2(2): 19-53.
UN (1992). Agenda 21. United Nations sustainable Development. United Nations Conference
on Environment & Development, Rio de Janerio, Brazil, 3 to 14 June 1992.
UNESCO (1972). Convention concerning the protection of the world cultural and natural
heritage. pp.17.
____________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου